μικροπράγματα

μικροπράγματα
τα
ασήμαντα θέματα: Λογοφέραμε για μικροπράγματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικροπράγματα — και μικροπράματα, τα 1. μικροϋποθέσεις χωρίς καμιά σημασία, ζητήματα ανάξια λόγου 2. μικροαντικείμενα («μη μαζεύεις μικροπράγματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • γρύτη — γρύτη, η (Α) 1. σάκος ή κιβώτιο για τα ενδύματα γυναικών 2. σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρυμέα] …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος …   Dictionary of Greek

  • τσακνοτσούκαλα — τα, Ν 1. παλιά και άχρηστα μικροπράγματα τού σπιτιού, παρτάλια 2. ειρων. χαρακτηρισμός νεαρών ατόμων που αναμιγνύονται στις υποθέσεις τών μεγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάκνο + τσουκάλι] …   Dictionary of Greek

  • φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Άνγκους — (Angus Wilson, 1913 – 1991). Άγγλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δράση τα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και έγινε γνωστός στους κριτικούς και στο κοινό με τις συλλογές διηγημάτων Η λαθεμένη θέση (1949) και Αυτά τα… …   Dictionary of Greek

  • Λασκαράτος, Ανδρέας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1811 – 1901). Σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Κέρκυρα και ένας από τους δασκάλους του ήταν ο Ανδρέας Κάλβος· στην ίδια πόλη γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο και διάβαζε τα ποιήματά… …   Dictionary of Greek

  • Νοβέρ, Ζαν-Ζορζ — (Jean Georges Noverre, Παρίσι 1727 – Σεν Ζερμέν αν Λε 1810). Γάλλος θεωρητικός του χορού, χορογράφος και χορευτής. Μαθητής του Λουί Ντιπρέ, ο Ν. ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα χορευτή και χορογράφου. Ταξίδεψε πολύ σε όλη την Ευρώπη, έκανε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”